αλβανολόγος

αλβανολόγος
ο, η [αλβανολογία]
αυτός που ασχολείται με την αλβανολογία, που ερευνά επιστημονικά τα σχετικά με τους Αλβανούς (γλώσσα, ιστορία, ήθη, έθιμα κ.λπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • αλβανιστής — ο [αλβανίζω] ο αλβανολόγος* …   Dictionary of Greek

  • αλβανολογία — η επιστημονική έρευνα που αναφέρεται στα σχετικά με τους Αλβανούς, δηλαδή τα έθιμα, την ιστορία, τη γλώσσα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + λογία < λόγος < λέγω. Ο όρος, κατά τις πληροφορίες του Κουμανούδη, εμφανίζεται τον 19ο αιώνα (1867).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”